Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdibàttito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diˈbattito] 1 συζήτηση 2 φιλονικία 3 παρατεταμένη φοιτητική σύσκεψη 4 επιχειρηματολογία 5 διαμάχη 6 δημοσία συζήτηση 7 διαφωνία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |