Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dibàttere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [diˈbattere]

1 χτυπώ ελαφρά
2 λέγω τα υπέρ και τα κατά
3 συζητώ
4 αμφισβητώ

dibattersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [diˈbattersi]

1 αγωνίζομαι για κυριαρχία
2 αγωνίζομαι για υπεροχή
3 αρπάζομαι
4 αγωνίζομαι έντονα
5 σπαρταρώ
6 σφαδάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dibassare dibattimentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diazoreazione (θηλ.ουσ)
diazotare (ρ. μτβ.)
diazotazione (θηλ.ουσ)
diazotipia (θηλ.ουσ)
dibassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattersi (ρ.μ. (αντων.))
dibattimentale (επίθ.)
dibattimento (ουσ αρσ )
dibattito (ουσ αρσ )
dibattuto (επίθ.)
diboscamento (ουσ αρσ )
diboscare (ρ. μτβ.)
dibrucare (ρ. μτβ.)
dicace (επίθ.)
dicastero (ουσ αρσ )
dicco (ουσ αρσ )
dicembre (ουσ αρσ )
dicembrino (επίθ.)
diceria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---