Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dibassàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dibasˈsare]

1 κατεβάζω
2 καταβιβάζω
3 χαμηλώνω
4 υποβιβάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diazotipia dibattere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diazocomposto (ουσ αρσ )
diazoreazione (θηλ.ουσ)
diazotare (ρ. μτβ.)
diazotazione (θηλ.ουσ)
diazotipia (θηλ.ουσ)
dibassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattersi (ρ.μ. (αντων.))
dibattimentale (επίθ.)
dibattimento (ουσ αρσ )
dibattito (ουσ αρσ )
dibattuto (επίθ.)
diboscamento (ουσ αρσ )
diboscare (ρ. μτβ.)
dibrucare (ρ. μτβ.)
dicace (επίθ.)
dicastero (ουσ αρσ )
dicco (ουσ αρσ )
dicembre (ουσ αρσ )
dicembrino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---