Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiavoléto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [djavoˈleto] 1 πανδαιμόνιο 2 συγκέντρωση με φασαρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |