Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiavolerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [djavoleˈria] 1 αλλόκοτο γεγονός 2 παράξενη ιδέα 3 παραξενιά 4 ζαβολιά 5 διαβολιά 6 αταξία 7 σκανταλιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |