Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiàtriba, diatrìba
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [diˈatriba], [diaˈtriba] 1 εξάψαλμος 2 επιτίμηση 3 ειρωνική κριτική 4 λίβελος 5 υβρεολόγιο 6 καυστική κριτική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |