Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contravveléno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontravveˈleno]

αντίδοτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrattura contravvenire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contrattista (ουσ αρσ και θηλ.)
contratto (ουσ αρσ )
contratto (επίθ.)
contrattuale (επίθ.)
contrattura (θηλ.ουσ)
contravveleno (ουσ αρσ )
contravvenire (ρ.αμτβ.)
contravventore (ουσ αρσ )
contravvenzione (θηλ.ουσ)
contrazione (θηλ.ουσ)
contribuente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contribuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contributivo (επίθ.)
contributo (ουσ αρσ )
contribuzione (θηλ.ουσ)
contristare (ρ. μτβ.)
contristarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contrito (επίθ.)
contrizione (θηλ.ουσ)
contro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---