Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contravvenìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kontravveˈnire]

1 αντενεργώ
2 καταπατώ (δικαιώματα)
3 αθετώ
4 παραβιάζω
5 υπερβαίνω
6 καταπατώ
7 παραβαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contravveleno contravventore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contratto (ουσ αρσ )
contratto (επίθ.)
contrattuale (επίθ.)
contrattura (θηλ.ουσ)
contravveleno (ουσ αρσ )
contravvenire (ρ.αμτβ.)
contravventore (ουσ αρσ )
contravvenzione (θηλ.ουσ)
contrazione (θηλ.ουσ)
contribuente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contribuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contributivo (επίθ.)
contributo (ουσ αρσ )
contribuzione (θηλ.ουσ)
contristare (ρ. μτβ.)
contristarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contrito (επίθ.)
contrizione (θηλ.ουσ)
contro (ουσ αρσ )
contro (πρόθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---