Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contribuènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kontribuˈɛnte]

1 φορολογούμενος
2 συμβάλλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrazione contribuire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contravveleno (ουσ αρσ )
contravvenire (ρ.αμτβ.)
contravventore (ουσ αρσ )
contravvenzione (θηλ.ουσ)
contrazione (θηλ.ουσ)
contribuente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contribuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contributivo (επίθ.)
contributo (ουσ αρσ )
contribuzione (θηλ.ουσ)
contristare (ρ. μτβ.)
contristarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contrito (επίθ.)
contrizione (θηλ.ουσ)
contro (ουσ αρσ )
contro (πρόθ.)
controalisei (ουσ αρσ πληθ.)
controavviso (ουσ αρσ )
controbattere (ρ. μτβ.)
controbatteria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---