Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contribùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontriˈbuto]

1 παρατηρήσεις
2 σημειώσεις
3 εισφορά στα δημόσια έξοδα
4 μειώσεις στις εργατικές εισφορές
5 εισφορές του εργοδότη
6 συνεισφορά
7 συμβολή
8 εισφορά
9 συλλογή εισφοράς
10 φορολόγηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contributivo contribuzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contravvenzione (θηλ.ουσ)
contrazione (θηλ.ουσ)
contribuente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contribuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contributivo (επίθ.)
contributo (ουσ αρσ )
contribuzione (θηλ.ουσ)
contristare (ρ. μτβ.)
contristarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contrito (επίθ.)
contrizione (θηλ.ουσ)
contro (ουσ αρσ )
contro (πρόθ.)
controalisei (ουσ αρσ πληθ.)
controavviso (ουσ αρσ )
controbattere (ρ. μτβ.)
controbatteria (θηλ.ουσ)
controbelvedere (ουσ αρσ )
controbilanciare (ρ. μτβ.)
controbilanciarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---