Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contrizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontritˈtsjone]

μετάνοια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrito contro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contributo (ουσ αρσ )
contribuzione (θηλ.ουσ)
contristare (ρ. μτβ.)
contristarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contrito (επίθ.)
contrizione (θηλ.ουσ)
contro (ουσ αρσ )
contro (πρόθ.)
controalisei (ουσ αρσ πληθ.)
controavviso (ουσ αρσ )
controbattere (ρ. μτβ.)
controbatteria (θηλ.ουσ)
controbelvedere (ουσ αρσ )
controbilanciare (ρ. μτβ.)
controbilanciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
controbordo (ουσ αρσ )
controbuffet (ουσ αρσ )
controcampione (ουσ αρσ )
controcampo (ουσ αρσ )
controcanto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---