Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controcàmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontroˈkampo]

1 ανάστροφο χτύπημα
2 χτύπημα ρεβέρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controcampione controcanto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controbilanciare (ρ. μτβ.)
controbilanciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
controbordo (ουσ αρσ )
controbuffet (ουσ αρσ )
controcampione (ουσ αρσ )
controcampo (ουσ αρσ )
controcanto (ουσ αρσ )
controcarena (θηλ.ουσ)
controcarro (επίθ.)
controcassa (θηλ.ουσ)
controchiave (θηλ.ουσ)
controchiglia (θηλ.ουσ)
controcoperta (θηλ.ουσ)
controcorrente (θηλ. επίθ και ουσ)
controcredito (ουσ αρσ )
controcultura (θηλ.ουσ)
controculturale (επίθ.)
controdado (ουσ αρσ )
controdichiarazione (θηλ.ουσ)
controfagotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---