Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controcorrènte  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kontrokorˈrɛnte]

αντίθετο ρεύμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controcoperta controcredito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controcarro (επίθ.)
controcassa (θηλ.ουσ)
controchiave (θηλ.ουσ)
controchiglia (θηλ.ουσ)
controcoperta (θηλ.ουσ)
controcorrente (θηλ. επίθ και ουσ)
controcredito (ουσ αρσ )
controcultura (θηλ.ουσ)
controculturale (επίθ.)
controdado (ουσ αρσ )
controdichiarazione (θηλ.ουσ)
controfagotto (ουσ αρσ )
controffensiva (θηλ.ουσ)
controffensivo (επίθ.)
controfferta (θηλ.ουσ)
controfigura (θηλ.ουσ)
controfiletto (ουσ αρσ )
controfilo (ουσ αρσ )
controfinestra (θηλ.ουσ)
controfiocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---