Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controffensìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontroffenˈsiva]

αντεπίθεση στρατιωτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controfagotto controffensivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controcultura (θηλ.ουσ)
controculturale (επίθ.)
controdado (ουσ αρσ )
controdichiarazione (θηλ.ουσ)
controfagotto (ουσ αρσ )
controffensiva (θηλ.ουσ)
controffensivo (επίθ.)
controfferta (θηλ.ουσ)
controfigura (θηλ.ουσ)
controfiletto (ουσ αρσ )
controfilo (ουσ αρσ )
controfinestra (θηλ.ουσ)
controfiocco (ουσ αρσ )
controfirma (θηλ.ουσ)
controfirmare (ρ. μτβ.)
controfodera (θηλ.ουσ)
controfondo (ουσ αρσ )
controfosso (ουσ αρσ )
controfuga (θηλ.ουσ)
controguardia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---