Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controfùga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontroˈfuga]

Φούγκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controfosso controguardia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controfirma (θηλ.ουσ)
controfirmare (ρ. μτβ.)
controfodera (θηλ.ουσ)
controfondo (ουσ αρσ )
controfosso (ουσ αρσ )
controfuga (θηλ.ουσ)
controguardia (θηλ.ουσ)
controguerriglia (θηλ.ουσ)
controindicare (ρ. μτβ.)
controindicato (επίθ.)
controindicazione (θηλ.ουσ)
controinterrogatorio (ουσ αρσ )
controistruzione (ουσ αρσ )
controllabile (επίθ.)
controllare (ρ. μτβ.)
controllarsi (ρ. μ. αμτβ.)
controllato (επίθ.)
controllo (ουσ αρσ )
controllore (ουσ αρσ )
controluce (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---