Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontrollóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontrolˈlore] ο ελεγκτής permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcontrollore [αρσ.] di volo = ο ελεγχτής εναέριας κυκλοφορία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |