Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controllóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontrolˈlore]

ο ελεγκτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controllo controluce  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


controllore [αρσ.] di volo = ο ελεγχτής εναέριας κυκλοφορία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controllabile (επίθ.)
controllare (ρ. μτβ.)
controllarsi (ρ. μ. αμτβ.)
controllato (επίθ.)
controllo (ουσ αρσ )
controllore (ουσ αρσ )
controluce (επίρ.)
controlume (ουσ αρσ )
contromanifestazione (θηλ.ουσ)
contromano (επίρ.)
contromanovra (θηλ.ουσ)
contromarca (θηλ.ουσ)
contromarcare (ρ. μτβ.)
contromarcia (θηλ. επίθ και ουσ)
contromezzana (θηλ.ουσ)
contromina (θηλ.ουσ)
controminare (ρ. μτβ.)
contromisura (θηλ.ουσ)
contromossa (θηλ.ουσ)
contronota (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---