Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contromàrcia  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kontroˈmarʧa]

1 ανάποδη κίνηση
2 αντιδιαδήλωση
3 συντεταγμένη υποχώρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contromarcare contromezzana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contromanifestazione (θηλ.ουσ)
contromano (επίρ.)
contromanovra (θηλ.ουσ)
contromarca (θηλ.ουσ)
contromarcare (ρ. μτβ.)
contromarcia (θηλ. επίθ και ουσ)
contromezzana (θηλ.ουσ)
contromina (θηλ.ουσ)
controminare (ρ. μτβ.)
contromisura (θηλ.ουσ)
contromossa (θηλ.ουσ)
contronota (θηλ.ουσ)
controparte (θηλ.ουσ)
contropartita (θηλ.ουσ)
contropedale (ουσ αρσ )
contropendenza (θηλ.ουσ)
contropiede (ουσ αρσ )
controporta (θηλ.ουσ)
contropotere (ουσ αρσ )
controproducente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---