Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontromàrca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kontroˈmarka] 1 μάρκα 2 εμπορικό σήμα πατενταρισμένο 3 σημάδι τσεκαρίσματος 4 στάμπα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |