Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contromàrca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontroˈmarka]

1 μάρκα
2 εμπορικό σήμα πατενταρισμένο
3 σημάδι τσεκαρίσματος
4 στάμπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contromanovra contromarcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controluce (επίρ.)
controlume (ουσ αρσ )
contromanifestazione (θηλ.ουσ)
contromano (επίρ.)
contromanovra (θηλ.ουσ)
contromarca (θηλ.ουσ)
contromarcare (ρ. μτβ.)
contromarcia (θηλ. επίθ και ουσ)
contromezzana (θηλ.ουσ)
contromina (θηλ.ουσ)
controminare (ρ. μτβ.)
contromisura (θηλ.ουσ)
contromossa (θηλ.ουσ)
contronota (θηλ.ουσ)
controparte (θηλ.ουσ)
contropartita (θηλ.ουσ)
contropedale (ουσ αρσ )
contropendenza (θηλ.ουσ)
contropiede (ουσ αρσ )
controporta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---