Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


controlùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontroˈlume]

φωτογραφία κόντρα στον ήλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  controluce contromanifestazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controllarsi (ρ. μ. αμτβ.)
controllato (επίθ.)
controllo (ουσ αρσ )
controllore (ουσ αρσ )
controluce (επίρ.)
controlume (ουσ αρσ )
contromanifestazione (θηλ.ουσ)
contromano (επίρ.)
contromanovra (θηλ.ουσ)
contromarca (θηλ.ουσ)
contromarcare (ρ. μτβ.)
contromarcia (θηλ. επίθ και ουσ)
contromezzana (θηλ.ουσ)
contromina (θηλ.ουσ)
controminare (ρ. μτβ.)
contromisura (θηλ.ουσ)
contromossa (θηλ.ουσ)
contronota (θηλ.ουσ)
controparte (θηλ.ουσ)
contropartita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---