Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contromanòvra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontromaˈnɔvra]

μανούβρα αντιπερισπασμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contromano contromarca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

controllore (ουσ αρσ )
controluce (επίρ.)
controlume (ουσ αρσ )
contromanifestazione (θηλ.ουσ)
contromano (επίρ.)
contromanovra (θηλ.ουσ)
contromarca (θηλ.ουσ)
contromarcare (ρ. μτβ.)
contromarcia (θηλ. επίθ και ουσ)
contromezzana (θηλ.ουσ)
contromina (θηλ.ουσ)
controminare (ρ. μτβ.)
contromisura (θηλ.ουσ)
contromossa (θηλ.ουσ)
contronota (θηλ.ουσ)
controparte (θηλ.ουσ)
contropartita (θηλ.ουσ)
contropedale (ουσ αρσ )
contropendenza (θηλ.ουσ)
contropiede (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---