Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontravventóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontravvenˈtore] 1 καταπατητής 2 δράστης 3 παράνομος 4 παραβάτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |