Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contràtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtratto]

το συμφωνητικό, το σύμβόλαιο

contràtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈtratto]

1 συρρικνωμένος
2 ζαρωμένος
3 συνεσταλμένος
4 μαζεμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrattista contrattuale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contrattazione (θηλ.ουσ)
contrattempo (ουσ αρσ )
contrattile (επίθ.)
contrattilità (θηλ.ουσ)
contrattista (ουσ αρσ και θηλ.)
contratto (ουσ αρσ )
contratto (επίθ.)
contrattuale (επίθ.)
contrattura (θηλ.ουσ)
contravveleno (ουσ αρσ )
contravvenire (ρ.αμτβ.)
contravventore (ουσ αρσ )
contravvenzione (θηλ.ουσ)
contrazione (θηλ.ουσ)
contribuente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contribuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contributivo (επίθ.)
contributo (ουσ αρσ )
contribuzione (θηλ.ουσ)
contristare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---