Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contrattìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kontratˈtista]

υπότροφος (για το σύνολο των σπουδών του)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrattilità contratto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contrattare (ρ. μτβ.)
contrattazione (θηλ.ουσ)
contrattempo (ουσ αρσ )
contrattile (επίθ.)
contrattilità (θηλ.ουσ)
contrattista (ουσ αρσ και θηλ.)
contratto (ουσ αρσ )
contratto (επίθ.)
contrattuale (επίθ.)
contrattura (θηλ.ουσ)
contravveleno (ουσ αρσ )
contravvenire (ρ.αμτβ.)
contravventore (ουσ αρσ )
contravvenzione (θηλ.ουσ)
contrazione (θηλ.ουσ)
contribuente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contribuire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contributivo (επίθ.)
contributo (ουσ αρσ )
contribuzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---