Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόapicultore
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [apikulˈtore] 1 μελισσοτρόφος 2 μελισσοκόμος 3 μελισσουργός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |