Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apicàle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [apiˈkale]

1 ακραίος
2 κορυφαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apiario apice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aperto (επίθ.)
aperto (επίρ.)
apertura (θηλ.ουσ)
apetalo (επίθ.)
apiario (ουσ αρσ )
apicale (θηλ. επίθ και ουσ)
apice (ουσ αρσ )
apicoltore (ουσ αρσ )
apicoltura (θηλ.ουσ)
apicultore (ουσ αρσ )
apicultura (θηλ.ουσ)
apiressia (θηλ.ουσ)
apiretico (επίθ.)
apistico (επίθ.)
aplasia (θηλ.ουσ)
aploide (επίθ.)
apnea (θηλ.ουσ)
apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apocalisse (θηλ.ουσ)
apocalittico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---