Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apérto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈperto]

1 ύπαιθρος
2 ανοιχτή θέα
3 ανοιχτή έκταση

apérto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈperto]

ανοιχτός (-ή, -ό)

apérto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [aˈperto]

1 ειλικρινά
2 στα ίσια
3 σταράτα
4 ξεκάθαρα
5 ντόμπρα
6 ανοιχτά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apertamente apertura  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


all'aperto = στο ύπαιθρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apatico (αρσ. επίθ και ουσ)
ape (θηλ.ουσ)
aperiodico (επίθ.)
aperitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
apertamente (επίρ.)
aperto (ουσ αρσ )
aperto (επίθ.)
aperto (επίρ.)
apertura (θηλ.ουσ)
apetalo (επίθ.)
apiario (ουσ αρσ )
apicale (θηλ. επίθ και ουσ)
apice (ουσ αρσ )
apicoltore (ουσ αρσ )
apicoltura (θηλ.ουσ)
apicultore (ουσ αρσ )
apicultura (θηλ.ουσ)
apiressia (θηλ.ουσ)
apiretico (επίθ.)
apistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---