Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aperitìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aperiˈtivo]

το ορεχτικό ποτό, το απεριτίφ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aperiodico apertamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apartitico (επίθ.)
apatia (θηλ.ουσ)
apatico (αρσ. επίθ και ουσ)
ape (θηλ.ουσ)
aperiodico (επίθ.)
aperitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
apertamente (επίρ.)
aperto (ουσ αρσ )
aperto (επίθ.)
aperto (επίρ.)
apertura (θηλ.ουσ)
apetalo (επίθ.)
apiario (ουσ αρσ )
apicale (θηλ. επίθ και ουσ)
apice (ουσ αρσ )
apicoltore (ουσ αρσ )
apicoltura (θηλ.ουσ)
apicultore (ουσ αρσ )
apicultura (θηλ.ουσ)
apiressia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---