Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àpice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈapiʧe]

1 αποκορύφωση
2 μεσουράνημα
3 τόνος
4 ζενίθ
5 κορωνίδα
6 ανώτατο σημείο
7 κορυφή
8 απόγειο
9 αποκορύφωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apicale apicoltore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aperto (επίρ.)
apertura (θηλ.ουσ)
apetalo (επίθ.)
apiario (ουσ αρσ )
apicale (θηλ. επίθ και ουσ)
apice (ουσ αρσ )
apicoltore (ουσ αρσ )
apicoltura (θηλ.ουσ)
apicultore (ουσ αρσ )
apicultura (θηλ.ουσ)
apiressia (θηλ.ουσ)
apiretico (επίθ.)
apistico (επίθ.)
aplasia (θηλ.ουσ)
aploide (επίθ.)
apnea (θηλ.ουσ)
apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apocalisse (θηλ.ουσ)
apocalittico (αρσ. επίθ και ουσ)
apocopare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---