Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aplasìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aplaˈzia]

απλασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apistico aploide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apicultore (ουσ αρσ )
apicultura (θηλ.ουσ)
apiressia (θηλ.ουσ)
apiretico (επίθ.)
apistico (επίθ.)
aplasia (θηλ.ουσ)
aploide (επίθ.)
apnea (θηλ.ουσ)
apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apocalisse (θηλ.ουσ)
apocalittico (αρσ. επίθ και ουσ)
apocopare (ρ. μτβ.)
apocope (θηλ.ουσ)
apocrifo (αρσ. επίθ και ουσ)
apocromatico (επίθ.)
apodi (ουσ αρσ πληθ.)
apoditerio (ουσ αρσ )
apodittico (επίθ.)
apodo (επίθ.)
apodosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---