Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apòcope  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔkope]

αποκοπή (γραμματική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apocopare apocrifo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apnea (θηλ.ουσ)
apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apocalisse (θηλ.ουσ)
apocalittico (αρσ. επίθ και ουσ)
apocopare (ρ. μτβ.)
apocope (θηλ.ουσ)
apocrifo (αρσ. επίθ και ουσ)
apocromatico (επίθ.)
apodi (ουσ αρσ πληθ.)
apoditerio (ουσ αρσ )
apodittico (επίθ.)
apodo (επίθ.)
apodosi (θηλ.ουσ)
apofisi (θηλ.ουσ)
apofonia (θηλ.ουσ)
apoftegma (ουσ αρσ )
apogeo (αρσ. επίθ και ουσ)
apografo (αρσ. επίθ και ουσ)
apolide (ουσ αρσ )
apolide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---