Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apnèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [apˈnɛa]

η αναπνοή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aploide apneista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


immergersi in apnea = βουτώ κρατώντας την αναπνοή μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apiressia (θηλ.ουσ)
apiretico (επίθ.)
apistico (επίθ.)
aplasia (θηλ.ουσ)
aploide (επίθ.)
apnea (θηλ.ουσ)
apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apocalisse (θηλ.ουσ)
apocalittico (αρσ. επίθ και ουσ)
apocopare (ρ. μτβ.)
apocope (θηλ.ουσ)
apocrifo (αρσ. επίθ και ουσ)
apocromatico (επίθ.)
apodi (ουσ αρσ πληθ.)
apoditerio (ουσ αρσ )
apodittico (επίθ.)
apodo (επίθ.)
apodosi (θηλ.ουσ)
apofisi (θηλ.ουσ)
apofonia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---