ItalianoGreco


apnèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [apˈnɛa]

η αναπνοή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


immergersi in apnea = βουτώ κρατώντας την αναπνοή μου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---