Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈpistiko]

μελισσοκομικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apiretico aplasia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apicoltura (θηλ.ουσ)
apicultore (ουσ αρσ )
apicultura (θηλ.ουσ)
apiressia (θηλ.ουσ)
apiretico (επίθ.)
apistico (επίθ.)
aplasia (θηλ.ουσ)
aploide (επίθ.)
apnea (θηλ.ουσ)
apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apocalisse (θηλ.ουσ)
apocalittico (αρσ. επίθ και ουσ)
apocopare (ρ. μτβ.)
apocope (θηλ.ουσ)
apocrifo (αρσ. επίθ και ουσ)
apocromatico (επίθ.)
apodi (ουσ αρσ πληθ.)
apoditerio (ουσ αρσ )
apodittico (επίθ.)
apodo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---