Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apòcrifo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔkrifo]

1 απόκρυφος
2 νόθος
3 κίβδηλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apocope apocromatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apocalisse (θηλ.ουσ)
apocalittico (αρσ. επίθ και ουσ)
apocopare (ρ. μτβ.)
apocope (θηλ.ουσ)
apocrifo (αρσ. επίθ και ουσ)
apocromatico (επίθ.)
apodi (ουσ αρσ πληθ.)
apoditerio (ουσ αρσ )
apodittico (επίθ.)
apodo (επίθ.)
apodosi (θηλ.ουσ)
apofisi (θηλ.ουσ)
apofonia (θηλ.ουσ)
apoftegma (ουσ αρσ )
apogeo (αρσ. επίθ και ουσ)
apografo (αρσ. επίθ και ουσ)
apolide (ουσ αρσ )
apolide (επίθ.)
apoliticità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---