Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apoditèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apodiˈtɛrjo]

αποδυτήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apodi apodittico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apocopare (ρ. μτβ.)
apocope (θηλ.ουσ)
apocrifo (αρσ. επίθ και ουσ)
apocromatico (επίθ.)
apodi (ουσ αρσ πληθ.)
apoditerio (ουσ αρσ )
apodittico (επίθ.)
apodo (επίθ.)
apodosi (θηλ.ουσ)
apofisi (θηλ.ουσ)
apofonia (θηλ.ουσ)
apoftegma (ουσ αρσ )
apogeo (αρσ. επίθ και ουσ)
apografo (αρσ. επίθ και ουσ)
apolide (ουσ αρσ )
apolide (επίθ.)
apoliticità (θηλ.ουσ)
apolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
apollo (ουσ αρσ )
apologeta (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---