Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apicoltóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apikolˈtore]

1 μελισσοτρόφος
2 μελισσουργός
3 μελισσοκόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apice apicoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apertura (θηλ.ουσ)
apetalo (επίθ.)
apiario (ουσ αρσ )
apicale (θηλ. επίθ και ουσ)
apice (ουσ αρσ )
apicoltore (ουσ αρσ )
apicoltura (θηλ.ουσ)
apicultore (ουσ αρσ )
apicultura (θηλ.ουσ)
apiressia (θηλ.ουσ)
apiretico (επίθ.)
apistico (επίθ.)
aplasia (θηλ.ουσ)
aploide (επίθ.)
apnea (θηλ.ουσ)
apneista (ουσ αρσ και θηλ.)
apocalisse (θηλ.ουσ)
apocalittico (αρσ. επίθ και ουσ)
apocopare (ρ. μτβ.)
apocope (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---