Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καρκινογόνο [ουσ ουδ.] καρντάν [ουσ ουδ.]
καρκινογόνος [επίθ.] καρό [επίθ.]
καρκινολογία {χωρ. πληθ... καρό [ουσ ουδ.]
καρκινολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] κάρο [ουσ ουδ.]
καρκινοπαθής {καρκινοπα... καρόδρομος [ουσ αρσ ]
καρκινοπαθής {καρκινοπα... καροσερί [θηλ.ουσ]
καρκίνος [ουσ αρσ ] καροτένιο [ουσ ουδ.]
καρκινώδης {καρκινώδ-... καροτίνη [θηλ.ουσ]
καρκίνωμα {καρκινώμ-... καρότο [επίθ.]
καρκινωματώδης [επίθ.] καρότσα {χωρ. γεν....
καρκίνωση [θηλ.ουσ] καροτσάκι {χωρ. γεν....
κάρμα [ουσ ουδ.] καροτσέρης {καροτσέρη...
καρμανιόλα {χωρ. γεν.... καρότσι {καροτσ-ιο...
καρμίρης [ουσ αρσ ] καροτσιέρης [ουσ αρσ ]
καρμιριά [θηλ.ουσ] καρούλι {καρουλ-ιο...
καρμίρικος [επίθ.] καρουλιάζω {καρούλιασ...
καρμίρισσα [θηλ.ουσ] καρουλιασμένος [επίθ.]
καρμπιρατέρ [ουσ ουδ.] καρουμπαλιασμένος [επίθ.]
καρμπόν [ουσ ουδ.] καρούμπαλο [ουσ ουδ.]
καρμπυρατέρ [ουσ ουδ.] καρπαζιά [θηλ.ουσ]
καρναβάλι {καρναβαλ-... καρπαζωμένος [επίθ.]
καρναβαλικός [επίθ.] καρπαζώνω {καρπάζωσα...
καρνάβαλος [ουσ αρσ ] Καρπάθια [θηλ.ουσ]
καρνάγιο [ουσ ουδ.] Καρπάθιος [ουσ αρσ ]
καρνέ [ουσ ουδ.] καρπερός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: