Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρνέ  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 age`nda ~f~, agendi`na ~f~, rubri`ca ~f~
2 carnet ~m~ /καρνέ/, libre`tto ~m~ di asse`gni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρνάγιο καρντάν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---