Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρμπιρατέρ  
ουσιαστικό ουδέτερο

meccanica carburato`re ~m~

καρμπυρατέρ
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [καρμπιρατέρ]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρμίρισσα καρμπόν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---