Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρμίρης  
ουσιαστικό αρσενικό

((popolare)) tacca`gno ~m~, ti`rchio ~m~, spilo`rcio ~m~

καρμίρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καρμίρης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρμανιόλα καρμιριά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---