Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρκίνωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 medicina carcino`ma ~m~
2 (fig) cancro ~m~, cancre`na ~f~, piaga ~f~ τα ναρκωτικά είναι καρκίνωμα της κοινωνίας == la droga è uno dei cancri della società

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρκινώδης καρκινωματώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---