Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
καρμανιόλα
ουσιαστικό θηλυκό
ghigliotti`na ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κάρμα
καρμίρης >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καρκινώδης
{καρκινώδ-...
καρκίνωμα
{καρκινώμ-...
καρκινωματώδης
[επίθ.]
καρκίνωση
[θηλ.ουσ]
κάρμα
[ουσ ουδ.]
καρμανιόλα
{χωρ. γεν....
καρμίρης
[ουσ αρσ ]
καρμιριά
[θηλ.ουσ]
καρμίρικος
[επίθ.]
καρμίρισσα
[θηλ.ουσ]
καρμπιρατέρ
[ουσ ουδ.]
καρμπόν
[ουσ ουδ.]
καρμπυρατέρ
[ουσ ουδ.]
καρναβάλι
{καρναβαλ-...
καρναβαλικός
[επίθ.]
καρνάβαλος
[ουσ αρσ ]
καρνάγιο
[ουσ ουδ.]
καρνέ
[ουσ ουδ.]
καρντάν
[ουσ ουδ.]
καρό
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis