Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρότσι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 carretti`no ~m~ carrozzi`no ~m~ ακούμπησε το μωρό στο καρότσι == ha poggiato il bimbo sul carrozzino 2 carre`llo ~m~ da supermerca`to permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |