Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρπερός
επίθετο 1 fe`rtile, che dà molti frutti 2 di donne feco`ndo καρ§πε§ρό§τα§τος επίθετο superlativo di [καρπερός] καρ§πε§ρό§τε§ρος επίθετο comparativo di [καρπερός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |