Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρπούμαι
ρήμα παθητικό

forma arcaica di [καρπώνομαι]

καρπώνομαι  
ρήμα παθητικό

1 racco`gliere, co`gliere i frutti ((specialmente figurato)) καρπώνομαι την αμοιβή των μόχθων μου == raccogliere il frutto delle proprie fatiche
2 (fig) trarre profi`tto, approfitta`re, gode`re καρπώνομαι τούς κόπους κάποιου == trarre profitto dalle fatiche altrui

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρπουζόφλουδα καρποφορία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---