Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρποφόρος
επίθετο 1 frutti`fero, da frutto καρπoφόρα δέντρα == alberi da frutto 2 fe`rtile καρποφόρα γη == terra fertile 3 (fig) fruttuo`so, redditi`zio, profitte`vole καρποφόρα επιχείρηση == impresa fruttuosa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |