Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρποφορώ  
ρήμα αμετάβατο

1 fruttifica`re, dare, produ`rre frutti
2 (fig) dare frutti καρποφόρησαν οι πρoσπάθειές μας == i nostri sforzi hanno dato i loro frutti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρποφόρος καρπώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---