Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρποφορώ
ρήμα αμετάβατο 1 fruttifica`re, dare, produ`rre frutti 2 (fig) dare frutti καρποφόρησαν οι πρoσπάθειές μας == i nostri sforzi hanno dato i loro frutti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |