Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρτέρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

imbosca`ta ~f~, aggua`to ~m~ φυλώ, στήνω καρτέρι == tendere un'imboscata, aspettare al varco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρτερεύω καρτερία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---