Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρτερώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο aspetta`re ansiosame`nte, pazienteme`nte καρτερoύσε το γιο της από τα ξένα == aspettava pazientemente che il figlio tornasse dall'estero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |