Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρτερώ  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

aspetta`re ansiosame`nte, pazienteme`nte καρτερoύσε το γιο της από τα ξένα == aspettava pazientemente che il figlio tornasse dall'estero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρτεροψυχία καρτεσιανισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---