Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›καρύδι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

καρύδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 botanica noce ~f~, il frutto ~m~ dell'a`lbero del noce
2 ((popolare)) pomo ~m~ d'Ada`mo

permalink
‹ καρυδένιος
καρυδιά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καρτ ποστάλ [ουσ ουδ.]
καρυάτιδα [θηλ.ουσ]
καρύδα [θηλ.ουσ]
καρυδέλαιο {καρυδελαί...
καρυδένιος [επίθ.]
καρύδι [ουσ ουδ.]
καρυδιά [θηλ.ουσ]
καρυδόπιτα {δύσχρ. κα...
καρυδότσουφλο [ουσ ουδ.]
καρυδόφλουδα {χωρ. γεν....
καρυδόψιχα [θηλ.ουσ]
καρύδωμα [ουσ ουδ.]
καρυδωμένος [επίθ.]
καρυδώνω {καρύδω-σα...
καρύκευμα [ουσ ουδ.]
καρυκεύματα [ουσ ουδ πληθ.]
καρυκευμένος [επίθ.]
καρυκεύω (καρύκ-εψα...
καρυοθραύστης {καρυοθραυ...
καρυοκίνησις [θηλ.ουσ]


{{ID:KARYDI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti