Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρυδιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 botanica a`lbero ~m~ del noce, noce
2 legno ~m~ di noce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρύδι καρυδόπιτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---